ορθοφωνία

ορθοφωνία
η
1. η ορθή και ευκρινής προφορά τών λέξεων
2. μέθοδος με την οποία διορθώνονται τα φωνητικά ελαττώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -φωνία (< -φωνος < φωνή), πρβλ. μονο-φωνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ορθοφωνία — η σωστή και καθαρή άρθρωση του λόγου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορθοφωνητικός — ή, ό [ορθοφωνία] 1. ο σχετικός με την ορθοφωνία 2. το θηλ. ως ουσ. η ορθοφωνητική η ορθοφωνία …   Dictionary of Greek

  • ορθοφωνικός — ή, ό [ορθοφωνία] σχετικός με την ορθοφωνία …   Dictionary of Greek

  • ορθοφωνητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ορθοφωνία. 2. ως ουσ., ορθοφωνητική, η μέθοδος διόρθωσης της άρθρωσης, της λαλιάς, αλλ. ορθοφωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • σκηνοθεσία — Το σύνολο διάφορων δραστηριοτήτων, καλλιτεχνικών και τεχνικών, που τείνουν στην πραγμάτωση της δραματικής ατμόσφαιρας ενός θεατρικού κειμένου. Στην κλασική αρχαιότητα και στο μεσαιωνικό θέατρο καθήκοντα σκηνοθέτη ασκούσαν οι συγγραφείς. Από το… …   Dictionary of Greek

  • Ίστον, Τσάρλτον — (Charlton Heston, Ιλινόις 1924 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού ηθοποιού, σκηνοθέτη και παραγωγού του κινηματογράφου Τσαρλς Κάρτερ (Charles Carter). Σπούδασε ορθοφωνία και υποκριτική και στην ηλικία των 17 ετών, ενώ ήταν ακόμα σπουδαστής …   Dictionary of Greek

  • Κοντράρου, Ελένη — (Αθήνα 1943 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στο ιστορικό αρχαιολογικό τμήμα της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αγωγή του λόγου και ορθοφωνία στο Ελληνικό Ωδείο, στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς και στη σχολή Ξεναγών.… …   Dictionary of Greek

  • Λαλαούνη, Αλεξάνδρα — (Αθήνα 1894 – 1974). Μουσικοκριτικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε μουσική στο ωδείο Λότνερ, το μετέπειτα Ελληνικό Ωδείο. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της μετέβη στην Αλεξάνδρεια όπου δίδαξε φωνητική καθώς και γαλλική και ελληνική ορθοφωνία στο… …   Dictionary of Greek

  • Μινωίδης, Μηνάς — (Βέροια 1790 – Παρίσι 1860). Φιλόλογος. Δίδαξε στη Βέροια και στις Σέρρες. Όταν ξέσπασε η επανάσταση εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Εκεί εργάστηκε αρχικά ως δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας και στη συνέχεια διετέλεσε διερμηνέας στο γαλλικό υπουργείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”